ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΧΩΣ ΖΩΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΧΩΣ ΖΩΗ

Σὰν κοντοζυγώνουν οἱ ἡμέρες τῶν ἐκλογῶν θαρρεῖ κανεὶς πὼς φουντώνουν οἱ ἀντιφάσεις στὴν κοινωνία.

Λόγια βαρύγδουπα ἠχοῦν γιὰ τὴν ἀξία τῆς συλλογικῆς καὶ συνάμα ἀτομικῆς εὐθύνης καὶ πρωτοβουλίας, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ ἐκλογὴ τῶν ἐκπροσώπων βρίθει πειθήνιας ὑπακοῆς, στερούμενης τῶν ὁποιονδήποτε κριτηρίων καὶ ἐλευθερίας στὴν ἐπιλογή.

Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ λέμε ἀπὸ κοινοῦ πὼς διεκδικοῦμε τὰ οὐσιώδη, τὰ «αὐτονόητα», ὅσα ὄντως μετρᾶνε. Παρόλα αὐτὰ τόσο οἱ ἄνθρωποι ποὺ ψηφίζουν ὅσο καὶ οἱ «ἐκπρόσωποί» των διεκδικοῦν καὶ πράττουν τα ἀπολύτως τετριμμένα καὶ ἐπουσιώδη, θυμίζοντας περισσότερο καρναβαλιστὲς παρὰ φερέγγυους πολῖτες.

Ἡ ἡμέρα τῆς κάλπης μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ πρελούδιο σὲ μιὰ αἰσχρή, κοσμικὴ ἑορτὴ παρὰ μὲ συλλογικὸ κοινωνικὸ ἄθλημα.

Καὶ οἱ παροῦσες ἐκλογὲς εἶναι ἐκ θεμελίου ἀντιφατικές: ἐκλέγουμε στὸ ἐσωτερικὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν θὰ δράσουν ποτὲ στὰ ἐγχώρια. Ἐκλέγουμε ἀντιπροσώπους ἀπόντες, γιατί τὸ καλεῖ ἡ ἀνάγκη τῆς «ἑνωμένης Εὐρώπης».

Καὶ τί ἄραγε μποροῦμε νὰ τοὺς προσφέρουμε;

Θέλουμε νὰ τοὺς προσφέρουμε, ἐνῶ δὲν ἔχουμε νὰ δώσουμε τίποτα.

Θέλουμε νὰ προλάβουμε τὸ τραῖνο τῆς Εὐρώπης, ἐνῶ οἱ ἐπιβάτες του τὸ ἐγκαταλείπουν.

Θέλουμε νὰ τοὺς μοιάσουμε, ἐνῶ δὲν ξέρουμε ποιοὶ εἴμαστε.

Θέλουμε νὰ εἴμαστε εὐρωπαῖοι καὶ ἂς μὴν εἴμαστε μόνο αὐτό.

Οἱ ἀντιφάσεις πληθαίνουν. Μὰ πῶς νὰ μὴν πληθαίνουν; Σημεῖον ἀντιλεγόμενον οἱ ἐκλογές, ἕνα θέατρο γιὰ νὰ περνᾶ ἡ ὥρα, ἀγῶνας καὶ μόχθος προσποιητός, μὲ στόχο τὸ τίποτα καὶ τὴν εὐημερία μέσα ἀπὸ τὴν σύγχυση.

Ὅπου καὶ ἂν κοιτάξει κανεὶς ὀσφραίνεται τὴν ματαιότητα, τὴν μικροπρέπεια, τὴν μικρολογία. Ἐκκωφαντικότερη ὅλων πάντως ἡ σιωπὴ κάθε ἀληθινοῦ νοήματος. Τὸ μέγιστο κατόρθωμα τῆς «γιορτῆς τῆς δημοκρατίας»; Νὰ ρυθμίζεται ἀραιὰ καὶ ποὺ τὸ τί καὶ τὸ πῶς τῆς ζωῆς ἕως τὴν ὥρα τοῦ θανάτου.

Σὲ ὅ,τι κάνουμε, σκόρπια λόγια καὶ σκόρπια πράγματα, «ὅ,τι φᾶμε καὶ ὅ,τι πιοῦμε», ποὺ λέει ὁ λαός. Καμία ἀλλαγὴ ριζική, καμία πρόταση πηγαῖα καὶ σοβαρή. Μονάχα διαδοχὴ ἀλαζόνων σὲ θέσεις ἰθυνόντων, ὅλοι διαχειριστὲς τοῦ σφαγείου στὸ ὁποῖο τὰ ζωντανὰ ὁδηγοῦνται πρὸς θάνατο καὶ ὅπου καὶ οἱ ἴδιοι θὰ καταλήξουν κάποτε. Διότι οἱ ριζικὲς καὶ ἀναπόφευκτες ἀλήθειες τοῦ κόσμου τούτου δὲν ὑπερνικῶνται μὲ αὔξηση τοῦ ΑΕΠ καὶ χαμηλότερα ἐπιτόκια.

Πράγματι, τί νόημα ἔχει αὐτὴ ἡ ριμάδα ἡ πολιτική, ποὺ τόσο κεντρικὸ ρόλο βαστάει σήμερα, ἂν εἶναι ἁπλὰ ἡ διαχείριση τοῦ θανάτου μας;

Καὶ πῶς ὅλοι αὐτοὶ ποὺ φωνασκοῦν καὶ ζητωκραυγάζουν ὡς ὀπαδοὶ κοσμικῆς θρησκείας, πράγματι διεκδικοῦν τὰ βέλτιστα γιὰ τὴν ζωή;

Ἂν οἱ ἐκλογὲς εἶναι σημεῖον ἀντιλεγόμενον, εἶναι ἐπειδὴ ἀγκωνάρι της εἶναι τὸ σῆμα τοῦ θανάτου καὶ τὸ κομμάτιασμα τῆς ζωῆς.

Ὅμως δὲν εἶναι καὶ σημεῖον ἀδιέξοδον. Φτάνει νὰ δεῖ κανεὶς πὼς ἀκόμα καὶ στὰ κελιὰ ποὺ χτίζει ἡ ἀνθρωπότητα γιὰ τὴν ἴδια, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνοικεῖ. Γιατί καὶ ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ ἔγινε τὸ κέντρο τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἔγινε καὶ τὸ μεγαλύτερο σημεῖο ἀντιλογίας της, μὲ ἄλλους νὰ τὸν ἀγαποῦν καὶ ἄλλους νὰ τὸν ὑβρίζουν, ὡς «βασιλιᾶ» καὶ «ποιμένα», ὡς «ἐχθρὸ» καὶ «ἐραστή», «Θεό» καὶ «Ἀντίθεο».

Μέχρι καὶ στὰ καμώματά μας, τὰ τόσο βουτηγμένα στὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας, μένει ἔστω καὶ στὸν πιὸ ἀδύναμο καὶ ἀπροσδόκητο βαθμὸ ἡ εἰκόνα Του.

Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι κάτι, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τὰ πάντα. Ἴσως νὰ μὴν ἀπαλλάσσει τὴν θλίψη καὶ τὴν ὀργή, ἀλλὰ τὶς κάνει ἐποικοδομητικὲς καὶ ἀνθρώπινες, ἐπαναφέρει στὴν μνήμη το «φῶς τὸ ἰλλαρὸν» τῆς αἰωνιότητας.

Τὸ νὰ βλέπουμε μόνοι μας τὸ χάλι τῆς ζωῆς μας λέγεται ἀπελπισία. Λησμονεῖται ὅμως τὸ ὅτι μέχρι καὶ ἡ ἀπελπισία εἶναι προνόμιο, ἐν Θεῷ.

Εἶναι ἡ «θεία» θέα τῶν πραγμάτων ποὺ τὰ φανερώνει στὴν ὁλότητά τους. Χωρὶς αὐτὴν δὲν βλέπουμε μόνο τὸ τί τους λείπει σήμερα, ἀλλὰ καὶ τὸ πῶς ὄντως εἶναι. Γιατί κάθετὶ χωρὶς Θεὸ μένει λειψὸ καὶ μέλλει νὰ παρασυρθεῖ στὴν δίνη τοῦ θανάτου, ἀκόμα καὶ οἱ φροῦδες ἀπόπειρες γιὰ «ἐξέγερση» ἀπὸ τὸ κατεστημένο, ποὺ μερικοὶ εὐαγγελίζονται ὡς λύση γιὰ τὴν κακοτοπιά μας. Δὲν ἀρκεῖ ὅμως ἡ «ἐξέγερση», γιατί δὲν φέρνει «σωτηρία», δηλαδὴ ὁλοκλήρωση.

Δὲν ἔχει νόημα ἡ ψῆφος ἂν εἶναι ταγμένη στὰ ἰδεολογικὰ πιστεύω, στὴν «στρατηγικὴ ἐπιλογή», στὴν ἀγανάκτηση, στὴν λογική τοῦ μὴ χεῖρον βέλτιστον, δηλαδὴ στὴν λογικὴ τοῦ κόσμου τούτου.

Μόνο κριτήριο τῆς πολιτικῆς ἡ θεανθρωπιά, τὸ σαρκωμένο νόημα τοῦ κόσμου, ἡ ἰσοπαλία Θεοῦ καὶ συνανθρώπου. Εἰδάλλως γίνεται αἵρεση, δηλαδὴ κομμάτιασμα τῆς ζωῆς.

Μέχρι τότε, θὰ ζητᾶμε ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμά μας, ὄχι ἐπανάσταση στὸ παράλογο, ὄχι ἐλευθερία.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΔΟΥΜΗΣ