ΑΣΧΗΜΟΝΟΥΜΕΝ ΜΕΤ’ ΕΥΤΕΛΕΙΑΣ (ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ)

ΑΣΧΗΜΟΝΟΥΜΕΝ ΜΕΤ’ ΕΥΤΕΛΕΙΑΣ (ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ)

Κάποτε ὁ Καρυωτάκης εἶχε πεῖ πὼς εἶναι πολλὰ τοῦ αἰῶνος μας τὰ χρέη. Τὸ ξέραμε ἀπὸ τὸν περασμένο αἰῶνα. Γι’ αὐτό, ὅταν διώξαμε τὴ βαυαρικὴ δυναστεία, φέραμε δανικὴ (ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα δάνεια ποὺ πήραμε μετὰ τὴν Ἀνεξαρτησία, τὸ ὑπέγραψαν οἱ Ἀλέξ. Μαυροκορδᾶτος καὶ Ἰω. Κωλέττης. Καὶ οἱ δύο ἦταν βαθειὰ συλλογισμένοι. «Σκέπτομαι», εἶπε ὁ Μαυροκορδᾶτος, «πῶς θὰ τὸ ἐπιστρέψουμε» – «Κι ἐγὼ», ἀποκρίθηκε ὁ Κωλέττης, «πῶς δὲν θὰ τὸ ἐπιστρέψουμε», ποὺ τώρα πιὰ δὲν εἶναι ἀγύριστα. Ἀγύριστο εἶναι τὸ κεφάλι μας, ὅσο κι ἂν τὸ περιποιούμεθα μὲ δέκα τύπους σαμπουᾶν, γιὰ νὰ μὴν πιάνει πιτυρίδα, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ πιτυρίδα, ποὺ τείνει νὰ ὑποκαταστήσει τὴ φαιὰ οὐσία τοῦ ἐγκεφάλου μας. Ἰστορικῶς βέβαια ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι δὲν ἔχουμε ἐγκέφαλο. Τὸ ἐπιβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ἡ ἐπιτυχία τοῦ γνωστοῦ ἄσματος: «Δὲν ἔχουμε μυαλὸ». Χρειάζεται πάντως νὰ γίνει νεκροψία στὸ πτῶμα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦμε καὶ ἰατρικῶς. Προσωπικῶς, λόγῳ ἀταβιστικῶν καταβολῶν, ζῶ πάντα μὲ τὴν ἀπορία τῶν παλαιῶν συμπατριωτῶν μου: «Ἔχει ὁ Λιάκας κεφάλι;».

Ἀσφαλῶς, ὅλοι κυκλοφοροῦμε μὲ κεφάλι. Τὸ ἐρώτημα εἶναι, πόσο τὸ χρησιμοποιοῦμε ἤ σὲ τί τὸ χρησιμοποιοῦμε. Δὲν ἔχω ἔντονες μεταφυσικὲς ἀνησυχίες. Ὅμως τὸν τελευταῖο καιρὸ λυπᾶμαι πολὺ τὸν Θεό. Εἶναι παντεπόπτης. Ὅσο σκέπτομαι ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ βλέπει καὶ τὴν Ἑλλάδα, τὸν λυπᾶμαι. Τί νὰ δεῖ; Οἱ περισσότεροι Ἕλληνες προτιμοῦν νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ σκεφθοῦν. Κι αὐτὸ πράττουν ἄλλωστε. «Κοιμηθεῖτε· ἡ κυβέρνηση ἀγρυπνεῖ γιὰ σᾶς», λέει ἕνα πρόσφατο τοιχογράφημα. Καὶ κοιμόμαστε βαθειά, ροχαλίζουμε βαρειὰ καὶ περνᾶμε τὸ ροχαλητό μας γιὰ ἐπαναστατικὸ ἐμβατήριο. Δυστυχῶς λείπει ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἑλληνικὸ λαὸ ἡ ἀνυψωτικὴ τάση. Χρειάζεται γιὰ ν’ ἀνυψωθεῖ, ν’ ἀνεβεῖ κάπου ψηλότερα. Κι αὐτό, νομίζω, εἶναι τὸ ἰκρίωμα. Ἴσως δὲν εἶναι εὐρέως γνωστὸ τὸ περιστατικὸ τοῦ καταδίκου, ποὺ ἀνεβαίνοντας στὸ ἰκρίωμα Δευτέρα πρωί, ἀκούστηκε νὰ λέει: «Νά μία ἑβδομάδα ποὺ ἀρχίζει καλά». Τὸ ἴδιο ἀκούω ἀπὸ τὰ χείλη τῶν κυβερνώντων, ὅταν μᾶς ἀνακοινώνουν πὼς ἐξασφάλισαν ἀπὸ ξένες τράπεζες δανεικά.

Χάρη στὴν ἀνάπτυξη τῶν κοινωνιολογικῶν σπουδῶν, χρόνια τώρα ἀκούω γιὰ κοινωνικὴ πυραμίδα. Τέτοιο πρᾶγμα στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει. Κι ἂν ὑπῆρχε, πῆρε μορφὴ «κοινωνικοῦ τετραγώνου», ποὺ ἀκολούθως μετασχηματίσθηκε σὲ «κοινωνικὸ κύκλο» φαύλων ἀνθρώπων, μὲ φαῦλες ἐπιθυμίες, φαῦλες ἐπιδιώξεις καὶ πιὸ φαῦλες ἀνυψώσεις. Ἄς μὴ μιλᾶμε γιὰ κοινωνικὴ πυραμίδα. Μία πυραμίδα προϋποθέτει κορυφὴ ποὺ νὰ στηρίζεται σὲ γερὴ βάση. Τὰ σκουπίδια μποροῦν ν’ ἀπαρτίσουν σωρό· πυραμίδα ὄχι. Γιὰ τὴ χώρα μας ἰσχύει, κυριολεκτικὰ καὶ μεταφορικά, ὁ λόγος τοῦ Ἡρακλείτου: «Σάρμα εἰκῆ κεχυμένος ὁ κάλλιστος κόσμος… Σωρὸς σκουπίδια ἄτακτα χυμένα ὁ πανέμορφος κόσμος μας»). Ἄς πάρουμε σὰν παράδειγμα τὴν πολιτικὴ ζωή… Μόνο ζωὴ δὲν εἶναι. Ἡ πάλη τῶν κομμάτων ἔχει μεταβληθεῖ σὲ πάλη πτωμάτων. Ἡ ψῆφος ἔχει καταντήσει ρύπος. Γιὰ νὰ μὴ ρυπαίνουμε τὸ περιβάλλον, ρίχνουμε τὴν ψῆφο στήν… κάλπη.

Στὸν τομέα τῆς παιδείας καὶ τῆς κοινωνικῆς συμπεριφορὰς ἰσχύουν αὐτὰ ποὺ μνημονεύει ὁ Πλάτων στὴν Πολιτεία (Η΄ 560-562): «Καὶ τὴν μὲν αἰδὼ ἠλιθιότητα ὀνομάζοντες… Ὕβριν μὲν εὐπαιδευσίαν καλοῦντες, ἀναρχίαν δὲ ἐλευθερίαν, ἀσωτείαν δὲ μεγαλοπρέπειαν, ἀναίδειαν δὲ ἀνδρείαν… Καὶ μήτε (τοὺς ὑιεῖς) αἰσχύνεσθαι μήτε δεθιέναι τοὺς γονέας… Διδάσκαλος τε ἐν τῷ τοιούτῳ φοιτητὰς φοβεῖται καὶ θωπεύει, φοιτηταὶ τε διδασκάλων ὀλιγωροῦσιν».

Στὰ σχολεῖα μας ἡ ἄγνοια βαφτίζεται δύναμη καὶ τὸ ψυχικὸ κῶμα ἀρετή. Τὰ «ἄνθη τῆς φυλῆς», ὅπως ὀνόμαζε τοὺς νέους ὁ Κοραῆς, ποτίζονται ἀπὸ ἀσυνείδητους καθηγητὲς μὲ βρώμικο νερὸ καὶ γίνονται «ἄνθη τοῦ κακοῦ», χωρὶς νὰ ἔχουν διαβάσει Μπωντλαῖρ. Ἔτσι, σήμερα γίνονται θύματα καὶ αὔριο θύτες. Θύτες τῆς Ἑλλάδος, ποὺ σὲ μία Ἑνωμένη Εὐρώπη θὰ γίνει ἱερὸ σφάγιο. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ἔχουν, πρὶν ἀπὸ τοὺς πολιτικούς, κατανοήσει οἱ ἐκπαιδευτικοί. Ὅμως –ἐκτὸς ὀλίγων τιμητικῶν ἐξαιρέσεων– τοὺς λείπει ἡ πνευματικὴ εὐαισθησία. Τὴν ἔλλειψη πνευματικότητος ἀναπληρώνει ἰσχυρὰ δόσις πολιτικότητος, ποὺ σημαίνει σὲ ἁπλὴ γλῶσσα κομματικότητα ἤ ὀππορτουνισμὸς χωρὶς ὅρια.

Ἀλλὰ, πῶς νὰ ὑπάρξει πνευματικότητα στὴν ἐκπαίδευση, ὅταν δὲν ὑπάρχει στὸν πνευματικό μας κόσμο, ποὺ τείνει νὰ μεταβληθεῖ σὲ Σαχάρα, μὲ λίγες καὶ συνεχῶς ἀπειλούμενες ὀάσεις; Δὲν ὑπάρχει κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια ἐξάμβλωμα, ποὺ νὰ μὴν χαρακτηρίστηκε ἀριστούργημα, πρωτοποριακὴ σύλληψη, ἔργο ρήξης, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα ἦταν ἔργο φρίκης, σήψης ἤ θλίψης. Κι ἐνῶ χαλᾶνε τὸν κόσμο οἱ δῆθεν ἐπιστημονικὲς περιγραφὲς τῶν ἐξωγήινων ὄντων, ποὺ προορίζονται γιὰ «πνευματικὴ» τροφὴ γήινων ζώων, οἱ γήινοι δημιουργοί του ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ ἐπίγεια ὅσο καὶ οἱ ποντικοὶ γιὰ τὰ ὑπόγεια. Δὲν ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς «Μεγάλης Χίμαιρας» τοῦ Ρενὲ Κλεμᾶν. Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς Μεγάλης Ἀπάτης, ὅπου στὰ κλεφτὰ μὲ λεφτὰ μπορεῖς ν’ ἀγοράσεις τὰ πάντα. Ἀκόμη καὶ πολυτελὲς διαμέρισμα στὸν Παράδεισο. Στὸ πνευματικό μας ἐποικοδόμημα δὲν κυριαρχεῖ ἡ εὐφυΐα ἀλλὰ ἡ πονηρία.

Εἴμαστε μία ἀνάποδη κοινωνία. Στὴν πρώτη γραμμὴ οἱ σαθροί. Οὐραγοὶ οἱ σεμνοί. Γιὰ νὰ πᾶς μπροστά, δὲν χρειάζεται ταλέντο, τιμιότητα, ἐργατικότητα. Οὔτε κἂν μυαλό. Ἀρκεῖ ἡ εὐλύγιστη σπονδυλικὴ στήλη, ἡ τέχνη τοῦ ἕρπειν καὶ τοῦ λείχειν, ἡ ἱκανότητα τοῦ πατεῖν ἐπὶ πτωμάτων καὶ τοῦ ἀποπατεῖν ἐπὶ πάντων, ἱερῶν καὶ ὁσίων. Καὶ νὰ μάχεσαι ὑπὲρ τῶν ἀνούσιων καὶ ἀνοσίων. Οἱ ἀνοησίες δὲν βλάπτουν, ἀρκεῖ νὰ γίνονται μὲ ἔξυπνο τρόπο. Κανεὶς κλέφτης δὲν χαρακτηρίσθηκε ἀνόητος στὸν τόπο ποὺ ἀνέδειξε σὲ πρώτη πνευματικὴ ἀξία τὸν Νοῦν! Ἄρα, νοῦν ἔχοντες εἶναι οἱ κατέχοντες. Οἱ μὴ ἔχοντες οὔτε μακάριοι οὔτε μακαρισμένοι εἶναι· μᾶλλον μαγαρισμένοι. Ὁ λαός μας δὲν τραγούδησε κάποιους ἐθνικοὺς εὐεργέτες, τραγούδησε κλέφτες, ληστὲς καὶ ἀπατεῶνες. Ἀπὸ τὸν περιλάλητο Νταβέλη ἕως τὸν πολυθρύλητο καὶ πολυφίλητο Παναγῆ τῶν Μεγάρων.

Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπορίας ἄξιον. Οἱ κοινωνικοὶ νόμοι στὴν Ἑλλάδα ἔχουν μία δική τους «νομικότητα». Λειτουργοῦν ὅπως οἱ πολιτικοὶ νόμοι: τὸ μικρὸ ψάρι πιάνεται στὸ δίχτυ· τὸ μεγάλο χάνεται. Ἕνας λόγος τοῦ Οὐγκῶ μᾶς δίνει τὸ νόμο τῆς κοινωνικῆς ἐντροπίας καί… ντροπῆς: «Στὴν κοινωνία συμβαίνει ὅ,τι καὶ στὶς ζυγαριές. Οἱ ἄδειοι δίσκοι ἀνεβαίνουν, οἱ γεμᾶτοι κατεβαίνουν». Ὁ Βλαδίμηρος Λένιν (ποὺ τώρα κάποιοι παλιοὶ ὑμνητές του κάνουν πὼς δὲν τὸν ξέρουν) ἔλεγε ἀφελῶς: «Ἡ λογικὴ τοῦ κατήφορου εἶναι ὁ πάτος».

Λάθος! Στὴν Ἑλλάδα ἰσχύει τὸ ἀντίθετο: «Ἡ λογικὴ τοῦ κατήφορου εἶναι τό… ὕψος»! Τὸ εἶχε πεῖ ὁ Παλαμᾶς: «Γεῖρε, ἂν θέλεις νὰ ὑψωθεῖς». Γιὰ ν’ ἀνυψωθεῖς ταπεινώσου. Αὐτὸ ποὺ ἀνυψοῦται στὴν Ἑλλάδα, εἶναι ὁ βυθός. Γίναμε χώρα τοῦ βάθους. Τοῦ σκοτεινοῦ βάθους, ὅπου κυριαρχοῦν τὰ μαλάκια.

Κάποιοι ἐπώνυμοι –δυστυχῶς ὄχι λίγοι– ποὺ διαθέτουν εὐαίσθητους δακρυγόνους ἀδένες, ἔσπευσαν νὰ συγκινηθοῦν ἀπὸ τὴν «ἐποποιία τῶν καταλήψεων» τῆς μαθητικῆς νεολαίας. Δὲν εἶναι βέβαια ὡραῖο νὰ κατηγοροῦμε τοὺς νέους γι’ αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς τοὺς ἐπιβάλαμε νὰ θέλουν. Πρέπει ὅμως κάποια στιγμὴ νὰ τοὺς μιλήσουμε ὠμᾶ: μὲ κοπριὲς Παρθενῶνα δὲν φτιάχνεις. Οὔτε μὲ κοπριὰ φτιάχνεται ψωμί. Στὰ σχολεῖα κάποτε διδάσκαμε «Ἐπιτάφιο» τοῦ Περικλῆ. Τώρα μόλις τὸ 1/7 τῶν Ἑλληνοπαίδων διδάσκεται «Ἐπιτάφιο». Ἔτσι δὲν κινδυνεύουν νὰ μάθουν τὴν κακὴ κουβέντα «μαλακία». Ὅμως, ἂν ἡ λέξη αὐτὴ ἀπαντᾶ μία φορὰ στὸν «Ἐπιτάφιο» τοῦ Περικλῆ, ἀπαντᾶ σὲ πληθωριστικὸ βαθμὸ στὸν «Ἐπιτάφιο» τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ποὺ ἐκφωνοῦν κάθε ὥρα, κάθε στιγμὴ οἱ «ἀνθοὶ» μας, στὶς πιὸ «τρυφερὲς», στὶς πιὸ «ἐπαναστατικὲς» ἐκδηλώσεις τους. Κράτησαν τὴ μ… κι ἔδιωξαν τὴ φιλοκαλία. Ἔτσι ὁ ξένος, ὅταν ἀκούει Ἑλληνόπουλα, θαρρεῖ πὼς εἶναι… συνονόματα!

Σαρᾶντος Καργᾶκος

περιοδικὸ «Εὐθύνη», τεῦχος 234, σελ. 334, Ἰούνιος 1991