ΔΟΜΟΣ ΕΠΙ ΕΡΕΙΠΙΩΝ

ΔΟΜΟΣ ΕΠΙ ΕΡΕΙΠΙΩΝ

Στὸ ΕΝΖΥΜΟ ΙΘ΄, ποὺ κυκλοφορεῖ:

ΔΟΜΟΣ ΕΠΙ ΕΡΕΙΠΙΩΝ

τοῦ Ἐρασιτέχνη

Παραπολὺ ἔκπληκτοι θὰ ἦταν, νομίζω, οἱ ἄνθρωποι τῶν παλαιῶν καιρῶν, ἂν ἔβλεπαν τὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες μας. Ὁ λόγος μοιάζει κοινότοπος, κοινότυπος. Ἤδη ὁ Ἡσίοδος μᾶς μιλάει γιὰ τὴν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου ἀπ’ τὴν οὐράνιο μακαριότητα καὶ τὴν ἠθικὴ παρακμὴ τοῦ σιδηροῦ γένους. Συνήθης καὶ φυσικὴ ἡ γκρίνια τῶν παλαιοτέρων, ἡ καταφυγὴ στὸ ἄφθαρτον καὶ ἀμετάβλητον τοῦ παρελθόντος, τῆς μόνης ἐφαρμοσμένης οὐτοπίας μαζὶ μὲ τὸν θάνατο. Συνήθης καὶ φυσικὴ ἡ ἀνάγκη τοῦ οὐ τινὸς νὰ βρεῖ τὸν οὐ τόπον. «Ἔνθα οὐκ ἐστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμὸς». Νοσταλγία ἀδήριτος ὁ πάλαι Παράδεισος, ὁ κεκλεισμένος, ἔστω καὶ μὲ τὰ ἑρπετά του. Τί πιὸ φυσικό, τί πιὸ ἀνθρώπινο νὰ τρέχεις, νὰ ἀναζητεῖς τὸ χαμένο κι ἀνέφικτο, ποὺ συχνὰ τὸ ταυτίζεις (ἢ ταυτίζεσαι) μὲ τὸ ἀνύπαρκτο. Μὰ καὶ νὰ διαπιστώνεις μετὰ λύπης καὶ φρίκης πὼς καὶ τοῦτος ὁ ἰδανικὸς κόσμος ποὺ ‘πλασες κατεπόθη κι ἔγινε παιδὶ τοῦ Χρόνου. Αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸν Heisenberg, οἱ Ἕλληνες τῶν παλαιῶν καιρῶν εἶχαν ὑποψιαστεῖ ἔγκαιρα πὼς ἡ ἐλπίδα γίνεται κατὰ τὸν ἄνθρωπον εὔκολα λεπίδα, γι’ αὐτὸ καὶ βγαίνει τελευταῖα ἀπὸ τὸ κουτὶ τῆς Πανδώρας. Ἄσπονδος φίλος ἡ ἐλπίδα, σχοινὶ ποὺ κρεμᾶς καὶ κρεμιέσαι ἀκροβατῶντας. Ἀεὶ σχοινοβατεῖν, ἄθλημα γιὰ τοὺς λίγους.

Τὸ παραπάνω ἰχνογράφημα εἶναι τῆς «Ἄννας Κομνηνῆς», καὶ τὴν εὐχαριστοῦμε!